- ορατός
- η , ό[ν] видимый; зримый;
ορατοί αστέρες — звёзды, видимые невооружённым глазом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορατοί αστέρες — звёзды, видимые невооружённым глазом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορατός — ή, ό (ΑΜ ὁρατός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με την όραση, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει («πιστεύω εἰς ἕνα θεόν... ποιητὴν οὐρανοῡ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», Σύμβ. Πίστεως) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορατά αυτά… … Dictionary of Greek
ὁρατός — ὁρᾱτός , ὁρατός to be seen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορατός — ή, ό αυτός που φαίνεται, που βλέπεται, ο θεατός (αντίθ. αόρατος): Η έκλειψη της Σελήνης θα είναι ορατή στην Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόρατος — η, ο πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όρατος (< ορώ), πρβλ. α δι όρατος, α όρατος] … Dictionary of Greek
ὁρατά — ὁρατά̱ , ὁρατής beholder masc nom/voc/acc dual ὁρατής beholder masc voc sg ὁρατής beholder masc nom sg (epic) ὁρᾱτά , ὁρατός to be seen neut nom/voc/acc pl ὁρᾱτά̱ , ὁρατός to be seen fem nom/voc/acc dual ὁρᾱτά̱ , ὁρατός to be seen fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρατότερον — ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen adverbial comp ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen masc acc comp sg ὁρᾱτότερον , ὁρατός to be seen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άποπτος — ἄποπτος, ον (Α) [οπτός] 1. ορατός από μακριά 2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά 3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός … Dictionary of Greek
αρίδηλος — ἀρίδηλος, ον (Α) 1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά 2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος 3. περιφανής, θαυμαστός αρχ. μσν. επίρρ. ἀριδήλως ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δήλος «φανερός, ορατός»] … Dictionary of Greek
ευόρατος — εὐόρατος, ον (Α) αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)] … Dictionary of Greek
οπτάνομαι — ὀπτάνομαι (ΑΜ) γίνομαι ορατός, οπτάζομαι* αρχ. παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ… … Dictionary of Greek
οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… … Dictionary of Greek